- ευδιάπλαστος
- -η, -ο (ΑΜ εὐδιάπλαστος, -ον)1. αυτός που διαπλάσσεται, που διαμορφώνεται εύκολα2. αυτός που έχει πλαστεί καλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαπλαστος (< διαπλάσσω), πρβλ. α-διάπλαστος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐδιάπλαστος — easily moulded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάπλαστον — εὐδιάπλαστος easily moulded masc/fem acc sg εὐδιάπλαστος easily moulded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)